- πλημυρόντως
- πλημῡρ-όντως, Adv.A abundantly, Dosith.p.409K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλημυρόντως — Μ επίρρ. βλ. πλημμυρόντως … Dictionary of Greek
πλημμυρόντως — και πλημυρόντως Μ επίρρ. άφθονα, με αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλημ(μ)ύρων, οντος, μτχ. τού ρ. πλημ(μ)ύρω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek